- πολυζήλευτος
- -η, -οο πολύ ζηλευτός, ο με πολλά προτερήματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πολυζήλευτος — η, ο, Ν εκείνος που τόν ζηλεύουν πολύ, που έχει πολλά προτερήματα, πολύ ζηλευτός («και χώρα πολυζήλευτος με το πολύν λογάριν», δημ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ζηλευτός (< ζηλεύω), πρβλ. αξιο ζήλευτος] … Dictionary of Greek
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
πολυζηλεμένος — η, ο, Ν πολυζήλευτος … Dictionary of Greek
πολύζηλος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αδελφός των τυράννων των Συρακουσών Γέλωνα και Ιέρωνα. Με τον θάνατο του Γέλωνα παντρεύτηκε τη χήρα του και ανέλαβε τη στρατηγία. Ήρθε σε σύγκρουση με τον αδελφό του Ιέρωνα που είχε αναλάβει την αρχή, αλλά η σύρραξη… … Dictionary of Greek